θρασυπτόλεμος

θρασυπτόλεμος
θρᾰσυ-πτόλεμος, ον,
A bold in war, IG9(1).871 (Corc.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • θρασυπτόλεμος — θρασυπτόλεμος, ον (Α) τολμηρός στον πόλεμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρασυ + πτόλεμος (< πτόλεμος), πρβλ. φιλο πτόλεμος, φυγο πτόλεμος] …   Dictionary of Greek

  • θρασυπτολέμων — θρασυπτόλεμος bold in war masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρασυ- — πρώτο συνθετικό λέξεων κυρίως τής Αρχαίας Ελληνικής και λίγων τής Μεσαιωνικής και Νέας, το οποίο χαρακτηρίζει το β συνθετικό με τις σημασίες: α) θαρραλέος, τολμηρός, ανδρείος πρβλ. θρασύπονος αρχ. θρασύβουλος, θρασύγυιος, θρασυεργός, θρασύθυμος,… …   Dictionary of Greek

  • θρασυπόλεμος — θρασυπόλεμος, ον (Α) θρασυπτόλεμος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρασυ * + πόλεμος] …   Dictionary of Greek

  • πόλεμος — Ένοπλος αγώνας στον οποίο καταφεύγουν τα κράτη για να υπερασπίσουν τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά τους, όταν τα ειρηνικά μέσα έχουν αποδειχτεί ανώφελα. Παρόμοια σύγκρουση μπορεί να γίνει και μεταξύ αντίθετων μερίδων του ίδιου λαού και τότε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”